προϋποστέλλομαι

προϋποστέλλομαι
Α [ὑποστέλλομαι]
1. μέσ. συγκρατούμαι, προηγουμένως, τηρώ αποχή εκ τών προτέρων
2. παθ. είμαι τοποθετημένος δίπλα («προϋπέσταλται τοῑς ὑποχονδρίοις ὁ σπλὴν καὶ τὸ ἧπαρ», Ρούφ.).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • προϋποστολή — ἡ, Μ [προϋποστέλλομαι] 1. το να προαποσύρεται κάτι 2. η βάση τού στηρίγματος («τὸ ἀνατολικὸν μέρος τῆς προϋποστολῆς τοῡ θυσιαστηρίου», Θεοφάν.) …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”